προσόρμιση

προσόρμιση
η / προσόρμισις, -ίσεως, ΝΜΑ [προσορμίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσορμίζω, η αγκυροβολία ενός πλοίου στις υπήνεμες περιοχές ενός όρμου
μσν.
προσέγγιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προσόρμιση — η 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του προσορμίζω. 2. αγκυροβόλημα πλοίου, αλλ. άραγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσορμίσῃ — προσορμίσηι , προσόρμισις coming to anchor fem dat sg (epic) προσορμίζομαι aor subj mid 2nd sg προσορμίζομαι aor subj act 3rd sg προσορμίζομαι fut ind mid 2nd sg προσορμίζω bring aor subj mid 2nd sg προσορμίζω bring aor subj act 3rd sg προσορμίζω …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαδούρα — Πλωτό σώμα διάφορων σχημάτων και διαστάσεων, που χρησιμοποιείται για προσόρμιση των πλοίων ή για επισήμανση. Η σ. για προσόρμιση λέγεται συνήθως τσαμαδούρα (ναύδετο) και είναι ένας μεγάλος κύλινδρος από λαμαρίνα, υδατοστεγής, που διαθέτει την… …   Dictionary of Greek

  • αγκυροβολία — η [αγκυροβόλο] πόντιση τής άγκυρας πλοίου στον βυθό τής θάλασσας κατά την προσόρμισή του …   Dictionary of Greek

  • αγκυροβολώ — (Α ἀγκυροβολῶ) ποντίζω, ρίχνω την άγκυρα και ασφαλίζω έτσι το πλοίο κατά την προσόρμισή του αρχ. στερεώνω, γαντζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκυρα + βάλλω. ΠΑΡ. αρχ. ἀγκυροβόλιον νεοελλ. αγκυροβόλημα, αγκυροβόληση, αγκυροβόλι, αγκυροβολία] …   Dictionary of Greek

  • αγκυροβόλημα — το [αγκυροβολώ] προσόρμιση, άραγμα τού πλοίου με πόντιση τής άγκυράς του …   Dictionary of Greek

  • εναπόβασις — ἐναπόβασις, η (Α) απόβαση στην ξηρά, προσόρμιση …   Dictionary of Greek

  • καθόρμισις — καθόρμησις, ἡ (Α) [καθορμίζω] προσόρμιση, άραγμα, άφιξη τού πλοίου σε λιμάνι …   Dictionary of Greek

  • κατάπλους — ο (Α κατάπλους, και οος) [καταπλέω] 1. το να πλέει κάποιος από το ανοιχτό πέλαγος προς την ακτή ή το λιμάνι, πλους προς την ξηρά, άφιξη πλοίου ή στόλου, προσόρμιση, ελλιμενισμός 2. ο πλους προς τα κάτω ή κατά το ρεύμα τού ποταμού αρχ. η επιστροφή …   Dictionary of Greek

  • κατακόλπισις — κατακόλπισις, ἡ (AM) [κατακολπίζω] η προσόρμιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”